Όποιος κινείται καθημερινά στη Νέα Σμύρνη ξέρει ότι το μποτιλιάρισμα δεν είναι πια μόνο υπόθεση των ωρών αιχμής. Η κίνηση στους κεντρικούς δρόμους έχει γίνει μόνιμο φαινόμενο, με ουρές στην Ελευθερίου Βενιζέλου, καθυστερήσεις στην Ομήρου και συνεχείς «σφήνες» σε μικρούς δρόμους που χρησιμοποιούνται ως παρακαμπτήριοι. Η κατάσταση επιβαρύνεται από τις παρανόμως παρκαρισμένες μοτοσικλέτες, τις φορτοεκφορτώσεις σε ακατάλληλες ώρες και τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα που στενεύουν τον δρόμο σε ένα λωρίδα.
Ένα από τα βασικά παράπονα των κατοίκων είναι ότι η πόλη έχει σχεδιαστεί σε άλλη εποχή, για πολύ μικρότερο κυκλοφοριακό φόρτο. Σήμερα, με την αύξηση των ΙΧ, τις υπηρεσίες delivery, τα επαγγελματικά οχήματα και τη διέλευση από/προς γειτονικούς δήμους, οι δρόμοι της Νέας Σμύρνης λειτουργούν στα όρια τους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί μιλούν για ανάγκη συνολικού επανασχεδιασμού της κυκλοφορίας, με μονοδρομήσεις, έξυπνους φωτεινούς σηματοδότες και σοβαρή αστυνόμευση της στάθμευσης.
Την ίδια στιγμή, οι δημόσιες συγκοινωνίες και τα μέσα ήπιας μετακίνησης δεν έχουν αξιοποιηθεί όσο θα μπορούσαν. Πολλοί κάτοικοι θα άφηναν το αυτοκίνητο αν υπήρχαν πιο σταθερές συχνότητες λεωφορείων, καλύτερη σύνδεση με σταθμούς μετρό και ασφαλείς ποδηλατικές διαδρομές. Προς το παρόν, όμως, η καθημερινότητα γράφεται με κορναρίσματα, καθυστερήσεις και χαμένο χρόνο.
Το μποτιλιάρισμα στη Νέα Σμύρνη δεν είναι απλώς ταλαιπωρία. Είναι ζήτημα ποιότητας ζωής, οικονομικού κόστους και περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Και αν κάτι φαίνεται ξεκάθαρα, είναι ότι οι λύσεις δεν μπορούν να είναι αποσπασματικές: χρειάζεται σχέδιο, συνέπεια και μια νέα συμφωνία πόλης–κατοίκων για το πώς κυκλοφορούμε στη γειτονιά μας.








